Ο ξεχωριστός Μάριος Χάκκας |

Ημερομηνία: 04-02-2025


Σε μία από τις τελευταίες φωτογραφίες του –δημοσιεύθηκε σε αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω»– ο Μάριος Χάκκας κρατάει στο χέρι ένα στυλό, μπροστά του έχει χειρόγραφα και γελάει πλατιά. Πίσω του διακρίνονται φυλλωσιές. Ισως η φωτογραφία τραβήχτηκε στον Αγιο Γεώργιο Κουταλά, στο μετόχι που βρίσκεται στα νότια του δάσους της Καισαριανής. «Εκεί πήγαινε ο Χάκκας με ένα ταξί τα πρωινά για να γράψει, αρκετά καταβεβλημένος, έχοντας ήδη παλέψει χρόνια με τον καρκίνο», λέει στην «Κ» ο ανιψιός του συγγραφέα Γιώργος Χάκας.

Περίπου την εποχή που τραβήχτηκε η εικόνα, είχε επιστρέψει από την Ευρώπη – το δεύτερο ταξίδι για θεραπεία, πάντοτε με χρήματα φίλων. «Κοβαλτιώθηκα», έλεγε αστειευόμενος με την ακτινοθεραπεία στην οποία υποβλήθηκε. Και συνέχιζε να γράφει. Ωστόσο, η υγεία του επιδεινώθηκε πάλι. Στο «Κοινόβιο», την τελευταία συλλογή διηγημάτων του, περιέχεται η αυθεντική μαρτυρία ενός μελλοθάνατου που εξεγείρεται απέναντι στην κοινωνία η οποία τον έθρεψε, αλλά και στην ίδια του τη μοίρα. Το κάνει σαρκάζοντας τα πάντα. Οσοι γνώρισαν τον Χάκκα θυμούνται το ωραίο, γενναίο χιούμορ του. Ενδεχομένως από εκεί πηγάζει το χαμόγελο της φωτογραφίας που δημοσιεύθηκε στο «Διαβάζω» σε μια τόσο επώδυνη προσωπική περίοδο.

Ο Μάριος Χάκκας δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το «Κοινόβιο». Μπήκε στο νοσοκομείο τον Ιούνιο του 1972, όπου τον επισκέφθηκε η εκδότρια του Κέδρου, Νανά Καλλιανέση, για να του δείξει τα δοκίμια της έκδοσης. Πέθανε όμως στις 5 Ιουλίου, μόλις 41 ετών. Το μνήμα του βρίσκεται στο κοιμητήριο της Καισαριανής και κάθε χρόνο την ημέρα του θανάτου του ο ανιψιός του βρίσκει, όπως μας λέει, φρέσκα λουλούδια στο βάζο, χωρίς ποτέ να μάθει ποιος τα προσφέρει. «Ο Χάκκας ήταν μοιραίος άνθρωπος. Ενα καθαρό πρόσωπο, αντισυστημικός προς πάσα κατεύθυνση, οραματιστής και διανοούμενος πέραν των γνωστών συμβάσεων που εν πολλοίς χαρακτήρισαν τη γενιά του», σχολιάζει στην «Κ» ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης. «Μπορούμε να πούμε ότι μαζί με τον Σκαρίμπα υπήρξαν άξια μέλη της ελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, αλλά πάντοτε εκτός συρμού επειδή αξιολογήθηκαν ως αιρετικοί. Ωστόσο, δεν βρέθηκε ούτε ένας ομότεχνος του Χάκκα που να μην κλίνει το γόνυ στις καταπληκτικές λογοτεχνικές του ικανότητες και την υψηλής ποιότητας επεξεργασία του λόγου».

Ο Θωμάς Κοροβίνης υπογράφει το επίμετρο στην επανέκδοση του «Κοινοβίου» από τις εκδόσεις Αγρα και το παρουσιάζει σήμερα μαζί με τον Γιώργο Χάκα και τον ποιητή – δημοσιογράφο Κώστα Καναβούρη στο βιβλιοπωλείο Zatopek (7.30 μ.μ.). Από την Αγρα κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία «Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες» και «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», ενώ θα ακολουθήσουν δύο ακόμα τόμοι, με τα θεατρικά κείμενα του Χάκκα και τα ποιήματά του. Κάθε τόμος συνοδεύεται από ένα επίμετρο από κάποιον πεζογράφο ή δοκιμιογράφο που έχει ασχοληθεί με το έργο του.

«Με τον Σκαρίμπα υπήρξαν άξια μέλη της ελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, αλλά πάντοτε εκτός συρμού επειδή αξιολογήθηκαν ως αιρετικοί», λέει ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης.

«Το “Κοινόβιο” είναι μια κραυγή αγωνίας από κάποιον που προσπαθεί να κρατηθεί από το παρόν ενώ ο θάνατος επικρεμάται πάνω από το κεφάλι του», λέει ο κ. Κοροβίνης. «Μαζί με τον “Μπιντέ”, τα έργα δίνουν το στίγμα του αξιακού συστήματος του συγγραφέα: φιλότιμο, κοινωνική δικαιοσύνη, ακεραιότητα χαρακτήρα».

Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας και πολύ μικρός εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Καισαριανή. Τη δεκαετία 1940-1949 έζησε την εμπειρία του πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Με τη Σχολή Σαμαρειτών – Νοσοκόμων του ΕΕΣ βρέθηκε στη Γυάρο, στο στρατόπεδο των πολιτικών κρατουμένων. Δραστηριοποιήθηκε στα πολιτιστικά της Καισαριανής, ιδρύοντας μαζί με άλλους τη Φιλοπρόοδη Ενωση Νέων (ΦΕΝ). Συνελήφθη, καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση, εξέτισε την ποινή του, στρατεύθηκε ως τρίτης κατηγορίας στρατιώτης – μουλαράς στον Εβρο.

«Το κοινόβιο» είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο του Χάκκα που επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αγρα.

Το 1961 παντρεύτηκε και μετακόμισε στον Βύρωνα, αλλά η Καισαριανή παρέμεινε για εκείνον η κοιτίδα, «η μεγάλη μήτρα όπου αγάπησε και αγαπήθηκε, όπου βίωσε τις αλλαγές της μεταπολεμικής αστικής ζωής, τις ελπίδες και τις προδοσίες των “συντρόφων” και τελικά οδηγήθηκε σε ένα είδος μηδενισμού που μέσω της γραφής μετουσιώνεται σε αγωνία», λέει ο κ. Κοροβίνης.

Είναι αλήθεια ότι λίγοι συγγραφείς αγαπιούνται τόσο αυθόρμητα από την πρώτη ανάγνωση όσο ο Χάκκας και ακόμη λιγότεροι έχουν διακρίνει τόσο καθαρά την αλλοτρίωση του μεταπολεμικού κόσμου ασκώντας οξεία κριτική. Ομως ο ανιψιός του θα τον θυμάται πάντα για τα αστεία του, να ανηφορίζει προς το σπίτι της Καισαριανής και να φωνάζει στις μαυροφορεμένες γυναίκες – τη μητέρα του και τις γειτόνισσες που κάθονταν στην πόρτα: «Κορίτσια, ντυθείτε, θα σας πάω σινεμά».

Κατασκευή ιστοσελίδων Πύργος