Λάσλο Κρασναχορκάι: Το Νόμπελ Λογοτεχνίας χορεύει το «Τανγκό του σατανά»
Φόρτωση Text-to-Speech…
Εμοιαζε με έναν από τους πολλούς «ανοιχτούς λογαριασμούς» του Νόμπελ Λογοτεχνίας που όφειλε κάποια στιγμή να κλείσει. Αφού το όνομά του φιγούραρε εδώ και χρόνια ανάμεσα στα φαβορί για το βραβείο, φέτος η Σουηδική Ακαδημία αναγνώρισε επιτέλους τον Ούγγρο συγγραφέα με την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση στον κόσμο. Στα 71 του, ο Λάσλο Κρασναχορκάι προσθέτει στη συλλογή του το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δέκα χρόνια μετά το βραβείο Booker που απέσπασε το 2015 (σε μια περίοδο που ακόμα το βραβείο δινόταν για το συνολικό έργο ενός συγγραφέα και όχι για συγκεκριμένο βιβλίο).
Ο μακροπερίοδος λόγος του, μπολιασμένος με μια διάχυτη μελαγχολία και ένταση, που απλώνει μια πάχνη τρόμου πάνω από τις λέξεις του, αλλά και αυτή η μικρή χαραμάδα ελπίδας που κάνει τον άνθρωπο να μην τα βάζει κάτω, είναι τα βασικά εκείνα χαρακτηριστικά που έχουν κάνει τον Λάσλο Κρασναχορκάι να θεωρείται από πολλούς ο κορυφαίος εν ζωή συγγραφέας της Ουγγαρίας. Αλλοι τον κατατάσσουν στους μεταμοντέρνους, άλλοι τον έχουν συγκρίνει με συγγραφείς όπως ο Κάφκα, ενώ η Σούζαν Σόνταγκ ήταν αυτή που του χάρισε την πιο συνήθη περιγραφή που τον ακολουθεί, αυτή του «σύγχρονου μετρ της αποκάλυψης».
Η «αιώνια επιστροφή» του Κρασναχορκάι
Η ούγγρικη επαρχία είναι το φόντο που επιστρέφει συνεχώς στα μυθιστορήματα του Κρασναχορκάι. [Matyas Szollosi/Handout via REUTERS]
Γεννήθηκε το 1954 στη Γκιούλα, μια μικρή ουγγρική πόλη κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία. Κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, εγκατέλειψε την κομμουνιστική Ουγγαρία, για να περιπλανηθεί, από τη Δυτική Γερμανία μέχρι τη Μογγολία. Με την πένα του, όμως, επιζητά συνεχώς αυτή την επιστροφή σε εκείνη τη μικρή πόλη, με το μεσαιωνικό κάστρο και τα ιαματικά λουτρά.
Το 1985 και πριν αρχίσει τις περιηγήσεις του, ο νεαρός Κρασναχορκάι υπογράφει το «Sátántangó», το πρώτο και καθοριστικό μυθιστόρημά του. Τι κάνει εκεί; Κατασκευάζει μια μικρή πόλη-φάντασμα (σαν αυτή που μεγάλωσε), μαραμένη μέσα στην εσωστρέφειά της, με έναν «Μεσσία», τον Ιριμάς, που έρχεται υποσχόμενος τη σωτηρία. Εδώ κανείς θα βρει όλα τα στοιχεία που ακολούθησαν τον Ούγγρο συγγραφέα και σε επόμενες δουλειές του: μια επαρχιακή κοινωνία που αποπνέει κάτι σχεδόν πρωτόγονο, μια φιγούρα διατάραξης της έως τότε ησυχίας και μια επερχόμενη, μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας, «αποκάλυψη», για την οποία κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν θα φέρει τη λύτρωση ή θα επιφέρει μια σκοτεινότερη καθίζηση.
Η πένα του επιζητά συνεχώς αυτή την επιστροφή σε εκείνη τη μικρή πόλη, με το μεσαιωνικό κάστρο και τα ιαματικά λουτρά.
Ομοίως στη «Μελαγχολία της αντίστασης» (1989), είναι ένα περιοδεύον τσίρκο που σαν δούρειος ίππος γίνεται η γκροτέσκα απειλή που ζητά και πάλι να εξουσιάσει έναν τόπο ξεχασμένο. Αυτή τη φορά, μέσα σε ένα κλίμα που προσθέτει στην εξίσωση ακόμα μεγαλύτερη ένταση.
Το 2006 πίσω από το κυνικό παιχνίδισμα που έκρυβε ο τίτλος «Πόλεμος και πόλεμος», ο Κρασναχορκάι πήρε από το χέρι τον ήρωά του Γκιόργκι Κόριμ και τον έβαλε στο κέντρο του κόσμου, τη Νέα Υόρκη, να αναζητά τα ίχνη από το παρελθόν τεσσάρων συμπατριωτών του που πολέμησαν και επέστρεψαν, και αυτοί με τη σειρά τους, πίσω στο σημείο μηδέν, τον τόπο τους. Και άλλες δουλειές του «γύρισαν τον κόσμο», όπως το εμπνευσμένο από τις περιπλανήσεις του συγγραφέα στην Ασία «The Prisoner of Urga». Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, το «Herscht 07769», έχει ως κεντρικό ήρωα έναν Γερμανό οδοκαθαριστή που στέλνει γράμματα στην Αγκελα Μέρκελ.
Ο Κρασναχορκάι της μεγάλης οθόνης
«Η ομορφιά είναι μια κατασκευή, ένα σύνθετο δημιούργημα ελπίδας και ανώτερης τάξης», έλεγε πριν από λίγους μήνες σε συνέντευξή του ο νομπελίστας πλέον συγγραφέας. [REUTERS/Kai Pfaffenbach]
«Δεν μπορεί κανείς να παραλείψει την καθοριστική συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, από τις λίγες εκείνες περιπτώσεις που η κορυφαία λογοτεχνία μπορεί και γίνεται κορυφαίο, βαθιά προσωπικό σινεμά. Και τα δύο μοιάζουν να μένουν σχεδόν ταυτόσημα υφολογικά, όταν μιλάμε για τις ταινίες «Sátántangó» (1994) και τις «Αρμονίες του Βερκμάιστερ» (2000), που προέκυψαν αντίστοιχα από τα βιβλία «Sátántangó» και «Η μελαγχολία της αντίστασης». Σε αυτές τις ταινίες, ο Κρασναχορκάι ανέλαβε και το σενάριο, ενώ υπέγραψε και πρωτότυπα σενάρια για άλλες ταινίες του φίλου και συνοδοιπόρου του (από το φιλμ νουάρ αποχρώσεων, «Κολαστήριο» έως το «Αλογο του Τορίνο»).
Η τέχνη είναι η εξαιρετική απάντηση της ανθρωπότητας στο αίσθημα της απώλειας που είναι το πεπρωμένο μας. Η ομορφιά υπάρχει. Βρίσκεται πέρα από το όριο όπου πρέπει να σταματάμε συνεχώς. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε περισσότερο για να την κατανοήσουμε ή να την αγγίξουμε
Για κάθε βιβλίο του Κρασναχορκάι που μπορεί να αποτελείται από μία πρόταση (!) 300 σελίδων, ο Ταρ μπορεί να στήνει μια ταινία δυόμισι ωρών με μόλις 39 σκηνές («Οι αρμονίες του Βερκμάιστερ»). Ή να δημιουργεί μια ασπρόμαυρη εποποιία του «χορού του σατανά», διάρκειας επτάμισι ωρών, που μας «ρουφάει» να παρακολουθήσουμε για σχεδόν μία ώρα ένα μικρό κορίτσι να χρησιμοποιεί όλη τη δύναμη που έχει πάνω στη γάτα της και να τη βασανίζει. Γιατί πίσω από κάθε νατουραλιστική σχεδόν αφήγηση που μπορεί να στήνει ο Κρασναχορκάι, υπάρχει πάντα ο συμβολισμός που την πάει πολύ πιο πέρα. Εκεί που μπορεί να μιλήσει για περισσότερα από όσα αφηγείται και να αποκτά μια παραβολική διάσταση.
«Η τέχνη είναι η εξαιρετική απάντηση της ανθρωπότητας στο αίσθημα της απώλειας που είναι το πεπρωμένο μας. Η ομορφιά υπάρχει. Βρίσκεται πέρα από το όριο όπου πρέπει να σταματάμε συνεχώς. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε περισσότερο για να την κατανοήσουμε ή να την αγγίξουμε. Μπορούμε μόνο να την κοιτάζουμε από αυτό το όριο και να αναγνωρίζουμε ότι, ναι, υπάρχει πραγματικά κάτι εκεί μακριά. Η ομορφιά είναι μια κατασκευή, ένα σύνθετο δημιούργημα ελπίδας και ανώτερης τάξης», είχε απαντήσει ο συγγραφέας ερωτώμενος για τον ρόλο της τέχνης στο μέλλον, σε φετινή του συνέντευξη-συνομιλία με τον Χάρι Κούνζρου στο Yale Review.
Αυτή η ελπίδα και η ανώτερη τάξη θα μπορούσαν να συνοψιστούν και μόνο βλέποντας την παρακάτω σκηνή, από τις «Αρμονίες του Βερκμάιστερ» του Μπέλα Ταρ. Δείχνει την προσπάθεια του ταπεινού ανθρώπου να βάλει τον κόσμο του σε τροχιά και να βρει την ομορφιά ακόμα και μέσα στην απελπισία, στήνοντας τον δικό του συμπαντικό χορό.