Οι περιπέτειες τριών ερευνητών που επέστρεψαν
Φόρτωση Text-to-Speech…
Νέοι δρόμοι ανοίγονται για την επιστροφή στην Ελλάδα επιστημόνων κύρους από το εξωτερικό προκειμένου να συνεχίσουν το πρωτοπόρο ερευνητικό έργο τους στη χώρα μας, προσφέροντας γνώση, εμπειρία, προοπτική και εργασία και σε άλλους νέους επιστήμονες. Αλλά και παλαιά εμπόδια υψώνονται διαρκώς στην ερευνητική προσπάθεια, με κύριο την έλλειψη ακόμη και στοιχειώδους χρηματοδότησης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες όμως το brain gain κινδυνεύει να μετατραπεί σε… brain redrain! Ο λόγος για τα προγράμματα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής Βιολογίας (EMBO), τα EMBO Installation Grants, τα οποία δίνονται σε νέους επιστήμονες που έχουν ήδη διακριθεί σε κορυφαία διεθνή ιδρύματα, ώστε να επιστρέψουν και να δημιουργήσουν ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες σε χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης για τη Μοριακή Βιολογία (EMBC), που έχουν οριστεί ως χώρες υποδοχής. Η Ελλάδα πέτυχε το 2023 να είναι μία από αυτές τις χώρες υποδοχής, μαζί με άλλα δέκα ευρωπαϊκά κράτη. Το 2024 επιλέχθηκε από τα ΕΜΒΟ Installation Grants μία ερευνήτρια από την Ελλάδα και το 2025 (21/1) μία ερευνήτρια και ένας ερευνητής, μέσα από μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική διαδικασία. Το πρόγραμμα καλύπτει επιχορήγηση για τρία συν δύο χρόνια, ύψους 50.000 ευρώ το έτος, για τη συγκρότηση ομάδας και εργαστηρίου, με ευρωπαϊκή και εθνική συμμετοχή. Ταυτόχρονα έχει πολλά πλεονεκτήματα, καθώς προωθεί τη δικτύωση των επιστημόνων με Ευρωπαίους συναδέλφους τους, ενώ υπάρχει επιπλέον κάλυψη για επιστημονικά ταξίδια και συνέδρια για την ομάδα κ.λπ.
Κι ενώ όλα έμοιαζαν με success story, οι δύο ερευνητές που επιλέχθηκαν το 2025 έχουν βρεθεί στον αέρα, καθώς το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει καταβάλει την εθνική συμμετοχή στα δύο προγράμματα, παρότι η Ελλάδα συμμετέχει κανονικά στον ΕΜΒΟ! Eχουν περάσει ήδη εννέα μήνες και δεν μπορούν να συγκροτήσουν την ερευνητική ομάδα τους και να ξεκινήσουν δουλειά, ενώ όπως λένε στην «Κ» βρίσκονται και στο σκοτάδι όσον αφορά το τι θα γίνει. Το ετήσιο ποσό που απαιτείται είναι 35.000 ευρώ για κάθε πρόγραμμα…
Η «Κ» ρώτησε τη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Καινοτομίας τι συμβαίνει και η απάντηση είναι πως «δεν προκύπτει επίσημη ανάληψη σχετικής δέσμευσης για κάλυψη της ανωτέρω δαπάνης και ως εκ τούτου η ΓΓΕΚ δεν δύναται να προβεί στην καταβολή τυχόν ποσού εθνικής συμμετοχής. Η ΓΓΕΚ κατ’ αρχήν δεν διαθέτει επισήμως επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν – αιτιολογούν τυχόν ανάληψη δέσμευσης, το ύψος αυτής και τους όρους καταβολής της». Επιπλέον, η ΓΓΕΚ αναφέρει πως «δεν έχει δεχθεί το απαραίτητο επαρκές τεκμηριωτικό υλικό αυτού (π.χ. υπογεγραμμένο και επικυρωμένο Memorandum of Understanding μεταξύ ΓΓΕΚ και EMBO […]) παρά μόνο ένα τιμολόγιο εκδοθέν από πλευράς EMBO, […] το οποίο δεν είναι σήμερα στη θέση να επιβεβαιώσει, πολλώ δε μάλλον να αποδεχθεί». Και καταλήγει πως «διερευνά περαιτέρω το ζήτημα» αναζητώντας τυχόν έγγραφα που θα τεκμηριώνουν το αίτημα χρηματοδότησης, «σε συνεργασία και με τον φορέα που εκπονείται το πρόγραμμα». Βεβαίως, εννέα μήνες είναι ένα πολύ μεγάλο διάστημα για να μην έχει βρεθεί λύση στο πρόβλημα. Η «Κ» μίλησε με τους τρεις ερευνητές και με τον Νεκτάριο Ταβερναράκη, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης για τη Μοριακή Βιολογία (EMBC), που γνωρίζει καλά τον χώρο.
«Να μη ρίχνουμε μαύρη πέτρα»
Η Χριστίνα Κυρούση επέστρεψε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 2021, όταν εξελέγη επίκουρη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και είναι ερευνήτρια στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας «Κώστας Στεφανής».
Πήρε το πτυχίο Βιολογίας στην Πάτρα, όπου έκανε και το διδακτορικό της στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Εκπόνησε μεταδιδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Πατρών και στο Max Planck Institute of Psychiatry στο Μόναχο, όπου έμεινε πέντε χρόνια από το 2015 έως τις αρχές του 2021, πραγματοποιώντας πληθώρα ερευνητικών δημοσιεύσεων και αποσπώντας σειρά βραβείων.
«Πάντα ήθελα να ασχοληθώ με ακαδημαϊκή καριέρα και η Ιατρική του ΕΚΠΑ είναι πολύ καλή. Ηθελα να προσπαθήσω με την έρευνα στην Ελλάδα. Δεν πρέπει να ρίχνουμε μαύρη πέτρα πίσω μας. Εάν όλα τα “καλά μυαλά” φύγουν, τι θα γίνει; Και να ξέρουμε, οι προπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα είναι πολύ καλές, το είδα έξω αυτό», λέει η κ. Κυρούση στην «Κ» απαντώντας στο ερώτημα «γιατί επέστρεψε;».
Το ερευνητικό έργο της κ. Κυρούση εστιάζεται στη μελέτη των γενετικών, μοριακών και κυτταρικών μηχανισμών που ελέγχουν τη φυσιολογική ανάπτυξη και εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου, καθώς και τη διαλεύκανση μηχανισμών που οδηγούν σε νευροαναπτυξιακές, νευρολογικές και ψυχιατρικές διαταραχές.
Η Ελληνίδα ερευνήτρια δηλώνει πολύ χαρούμενη για την επιλογή της στα EMBO Installation Grants. «Ηταν το 2024, η πρώτη χρονιά που η Ελλάδα συμμετείχε και ήταν μια αναγνώριση και για τη χώρα μας. Το καλό με αυτά τα προγράμματα, πέρα από την αναγνώριση, είναι πως έχουν κι ευέλικτη χρηματοδότηση, ενώ υπάρχουν επιπλέον ποσά για ταξίδια και συμμετοχές σε συνέδρια. Κι αυτό είναι μια διέξοδος, καθώς δυστυχώς η έρευνα δεν χρηματοδοτείται πολύ τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, το ΕΛΙΔΕΚ δεν έχει βγάλει ακόμη προγράμματα για το 2025 και το 2026».
Δεν μετανιώνει για την απόφαση να επιστρέψει. «Το επιστημονικό περιβάλλον είναι καλό. Αν εξαιρέσουμε τη γραφειοκρατία που είναι βραχνάς και τη διαρκή αγωνία για το εάν θα υπάρχει συνέχεια στη χρηματοδότηση της έρευνας», αναφέρει η κ. Κυρούση. «Ξέρεις κάτι; Αυτό που μας σώζει είναι το πολύ καλό κλίμα στην κοινότητα των νευροεπιστημών, η υποστήριξη μεταξύ μας. Το ελληνικό ταμπεραμέντο, τελικά».
«Υποτιμάμε τη βασική έρευνα»
Ο Δημήτρης Αναστασάκης έχει επιστρέψει περίπου 1,5 χρόνο στην Ελλάδα και είναι επίκουρος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, όπου πήρε το πτυχίο του στη Βιοχημεία και Βιοτεχνολογία. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακή ερευνητική εργασία στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Yale, και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Εργάστηκε για οκτώ χρόνια ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) των ΗΠΑ. «Αποφάσισα να επιστρέψω γιατί ήθελα να αναπτύξω την έρευνα και να στήσω ερευνητική ομάδα. Υπήρχαν ευκαιρίες και η Ιατρική και το πανεπιστήμιο στην Κρήτη έχουν καλό περιβάλλον, ερευνητικές υποδομές και κύρος. Κατέθεσα πρόταση για τις επιχορηγήσεις του ERC (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας), όπου είχα μια καλή κατάταξη και με βάση αυτήν έλαβα μια επιχορήγηση από το ΕΛΙΔΕΚ για στήσιμο εργαστηρίου για ένα έτος. Επιλέχθηκα από τα EMBO Installation Grants του 2025, αλλά ακόμη περιμένουμε», λέει ο κ. Αναστασάκης στην «Κ».
Η έρευνα του κ. Αναστασάκη έχει ως επίκεντρο τις αλληλεπιδράσεις RNA – πρωτεϊνών και τη συμβολή τους στη ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης. «Πάνω σε αυτό θέλω να δουλέψω στην Κρήτη. Η βασική έρευνα είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη, στην Ελλάδα την υποτιμάμε».
Σύμφωνα με τον Ελληνα ερευνητή υπάρχουν πολλές δυνατότητες στο επιστημονικό δυναμικό της χώρας μας. «Εάν δεν μας έβαζε τρικλοποδιές το κράτος, θα ήμασταν σε πολύ υψηλό επίπεδο στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα EMBO είναι πολύ σημαντικό όχι μόνο για τα χρήματα, αλλά και για την επιστημονική δικτύωση. Είναι δυνατόν τόσους μήνες μετά να μην έχει ξεκινήσει, γιατί λείπει η ελληνική συμμετοχή; Και να μην έχουμε καμία πληροφόρηση για το τι θα συμβεί;».
«Ανάγκη στήριξης από την πολιτεία για να μη ζήσουμε brain redrain»
Η επιστημονική πορεία της Ιωάννας Κεκλίκογλου ξεκίνησε με το πτυχίο από το τμήμα Βιολογίας στο ΑΠΘ, ακολούθησαν διδακτορικό στο Γερμανικό Κέντρο Ερευνας για τον καρκίνο στη Χαϊδελβέργη (2008-2012) και μεταδιδακτορικό στο Ομοσπονδιακό Πολυτεχνείο της Λωζάννης, όπου έκανε σημαντικές ανακαλύψεις για τους μηχανισμούς ανθεκτικότητας καρκινικών όγκων μετά από θεραπεία, ενώ το 2019 αποδέχθηκε θέση ανεξάρτητης ερευνήτριας (επίκουρη καθηγήτρια) στην Ιατρική Σχολή του Queen Mary στο Λονδίνο. Επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα στα τέλη του 2022 ως επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σε αυτή τη διαδρομή της έχει λάβει πλήθος βραβείων και διακρίσεων. «Η απόφασή μας να γυρίσουμε πάρθηκε κυρίως για οικογενειακούς λόγους μετά την πανδημία, θεωρώντας πως εδώ θα είναι πιο εύκολο να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, κάτι που στη μεγαλούπολη του Λονδίνου ήταν πολύ δύσκολο. Φιλοδοξία μου ήταν και είναι να συνδυάσω καλύτερα την επαγγελματική με την οικογενειακή ζωή. Η επιλογή μου ήταν η Κρήτη, που έχει πολύ καλού επιπέδου ερευνητική υποδομή, όχι βέβαια εφάμιλλη του εξωτερικού», λέει στην «Κ» η κ. Κεκλίκογλου. «Eίναι σημαντικό να γυρνάμε και να φέρνουμε την εμπειρία και τη γνώση από το διαφορετικό επίπεδο ορισμένων χωρών, πιο ανεπτυγμένων στην έρευνα. Να ενθαρρύνουμε τα παιδιά στο εργαστήριο αλλά και στη διδασκαλία να έχουν άλλη νοοτροπία και να μη διστάσουν να τολμήσουν για να ικανοποιήσουν τα όνειρά τους», τονίζει.
Η κ. Κεκλίκογλου πραγματοποιεί έρευνα για τον καρκίνο του μαστού και τους μοριακούς μηχανισμούς ανθεκτικότητας στις θεραπείες και είναι μέλος της οργανωτικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον Καρκίνο του Μαστού. «Το ΕΜΒΟ είναι ένα πολύ καλό πρόγραμμα. Είναι σημαντικό να ξέρεις πως για τα επόμενα πέντε χρόνια θα υπάρχει μια σταθερή χρηματοδότηση. Επίσης παραμένεις δικτυωμένος με τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Τέτοια προγράμματα μπορούν να βοηθήσουν για να επαναπατριστούν άνθρωποι που μπορούν να προσφέρουν. Κι όμως από η ΓΓΕΚ δεν έχει καταβάλει ακόμη την ελληνική συμμετοχή! Τι θα γίνει με τους ερευνητές που επιλέξαμε για την ομάδα μας; Πόσο θα περιμένουν; Είναι πολύ καλοί και βέβαια θα ψάξουν για κάτι άλλο», μας λέει η Ελληνίδα ερευνήτρια. «Το πρόβλημα της χρηματοδότησης στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλο. Οταν ήρθα δεν υπήρχε ούτε ένα ευρώ για την υποδομή. Το γραφείο μου το έβαψα μόνη μου. Για να ξεκινήσω έφερα κάποια προγράμματα προσωπικά. Γι’ αυτό χάρηκα με το ΕΜΒΟ, αλλά τι γίνεται τώρα;».
«Η επένδυση στην έρευνα δεν αφορά μόνο τους ερευνητές, αλλά ολόκληρη την κοινωνία. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι οι ακαδημαϊκοί προετοιμάζουν τη νέα γενιά επιστημόνων, που θα ακολουθήσουν στην πορεία διαφορετικούς επαγγελματικούς δρόμους στην εκπαίδευση, στη βιομηχανία ή αλλού. Το πανεπιστήμιο είναι οι άνθρωποί του και είμαστε αρκετοί που θέλουμε να επιστρέψουμε για να προσφέρουμε στη χώρα μας αυτά που αποκομίσαμε από το εξωτερικό. Χρειαζόμαστε όμως τη στήριξη της πολιτείας ώστε να μπορούμε να μιλάμε για brain gain και να μη ζήσουμε ένα brain redrain», τονίζει η κ. Κεκλίκογλου.
Αναπτυξιακό και κοινωνικό όφελος
«Σε μια εποχή που η έρευνα και η καινοτομία αποτελούν κεντρικούς μοχλούς ανάπτυξης, η συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνή προγράμματα που ενισχύουν τους νέους επιστήμονες είναι καθοριστικής σημασίας. Από τα πλέον σημαντικά τέτοια προγράμματα είναι τα EMBO Installation Grants», λέει στην «Κ» ο κ. Νεκτάριος Ταβερναράκης. «Για την Ελλάδα, η συμμετοχή και στήριξη των προγραμμάτων EMBO Installation Grants έχει πολλαπλά οφέλη, τα οποία δεν περιορίζονται μόνο στην άμεση οικονομική στήριξη για την κάλυψη αναγκών εξοπλισμού και προσωπικού. Συνοδεύονται από την αναγνώριση και το κύρος του EMBO. Η ένταξη ενός ερευνητή στο δίκτυο του EMBO σημαίνει πρόσβαση σε ένα σύστημα διεθνών συνεργασιών, σε εκπαιδευτικές δράσεις υψηλού επιπέδου, και ενισχύει την προβολή της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας. Κάθε νέος επιστήμονας που επιστρέφει χτίζει γύρω του μια ομάδα, προσελκύει νέους φοιτητές και μεταδιδάκτορες, δημιουργεί θέσεις εργασίας και μεταφέρει τεχνογνωσία αιχμής στη χώρα. Η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί από ένα πλαίσιο αριστείας που ενισχύει τη διεθνή θέση της στον χώρο της βιοϊατρικής έρευνας. Επομένως, η συμμετοχή της Ελλάδας στα προγράμματα αυτά δεν αποτελεί μόνο επένδυση στην επιστήμη αλλά και μια στρατηγική επιλογή για το μέλλον. Το όφελος δεν είναι μόνο επιστημονικό ή ακαδημαϊκό· είναι βαθιά κοινωνικό και αναπτυξιακό. Η επένδυση στη νέα γενιά ερευνητών και στη δυνατότητά τους να παράγουν πρωτοποριακή γνώση εντός Ελλάδας αποτελεί τον πιο σταθερό δρόμο για μια οικονομία βασισμένη στην καινοτομία και στη γνώση».