Όταν μια φράση στα γαλλικά ένωσε τους Έλληνες

Ημερομηνία: 28-10-2025



Χαράματα στην Κηφισιά. Το ρολόι δείχνει λίγο μετά τις τρεις. Το κουδούνι της οικίας στην οδό Στρατηγού Δαγκλή 10 χτυπά.

Στην πόρτα, ο Ιταλός πρέσβης Εμανουέλε Γκράτσι κρατά έναν φάκελο. Μέσα, η απαίτηση του Μουσολίνι: ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων από ελληνικό έδαφος.

Ο Ιωάννης Μεταξάς διαβάζει προσεκτικά, σηκώνει το βλέμμα και λέει χωρίς εντάσεις. «Alors, c’est la guerre». Δεν χρειάζονται μεγάλα λόγια. Το «όχι» έχει ήδη ειπωθεί.

Wikimedia CommonsΤο τελεσίγραφο

Η νύχτα είναι βαριά, όχι μόνον από το φθινοπωρινό νερό αλλά από τη σιωπή που προηγήθηκε. Επί εβδομάδες η Ιταλία προκαλεί. Κάθε μέρα που περνά, η ένταση χτίζει εκείνο που όλοι φοβούνται να ονοματίσουν.

Όταν ο Γκράτσι απλώνει το χαρτί, το δωμάτιο παγώνει. Το κείμενο είναι σαφές: παραχώρηση εδάφους ή πόλεμος—και μάλιστα σε χρονική ασφυξία, πριν χαράξει.

Ο Μεταξάς δεν μιλά ως ρήτορας, ούτε ως εκφωνητής μεγάλων ιδεών. Μιλά ως άνθρωπος που καταλαβαίνει τι σημαίνει κυριαρχία, τι σημαίνει να πεις «πέρα από εδώ». Η φράση του, στα γαλλικά (τη γλώσσα της διπλωματίας), είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται. Αν η απαίτηση είναι κατοχή, τότε η απάντηση είναι αντίσταση. Δεν υπάρχει μέση λύση.

Ο Γκράτσι στέκει αμήχανος. Η πόρτα κλείνει. Από εκείνη τη στιγμή, η χώρα αλλάζει εποχή.

Οι πρώτες ώρες

Τα τηλέφωνα ζωντανεύουν. Επιτελεία, φρουρές, σταθμοί. Στα σύνορα, οι φαντάροι έχουν ήδη μάθει να περιμένουν.

Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, παρά μόνο τις εντολές που επιβεβαιώνουν αυτό που οι ίδιοι νιώθουν εβδομάδες τώρα στις στολές και στις αρβύλες τους. Τα σχέδια κινητοποίησης ανοίγουν, σαν παλιοί χάρτες που ξαναβρίσκουν χρήση.


Wikimedia Commons

Στο υπουργείο, οι υπογραφές πέφτουν με ταχύτητα. Οι αξιωματικοί δίνουν οδηγίες. Κάποιος τηλεφωνεί στην Πρέβεζα, στο Αργυρόκαστρο, στην Κόνιτσα, σαν να στέλνει σήματα σε μακρινούς φάρους.

Σταθμοί ασυρμάτου χτυπούν σαν καρδιές. Το κράτος, συνήθως βαρύ και αργό, αυτή τη νύχτα κινείται γρήγορα, σιωπηλά, με σκοπό.

Στα σπίτια των συνοικιών, στις πολυκατοικίες του κέντρου, κανείς δεν ξέρει ακόμη. Η πόλη κοιμάται στο σκοτάδι που σε λίγο θα γίνει ιστορία.

Η πόλη ξυπνά

Στις 6:00 οι πρώτες σειρήνες σχίζουν την ατμόσφαιρα. Δεν είναι επιδρομή· είναι το κάλεσμα στην πραγματικότητα. Ο κόσμος πετάγεται από τα κρεβάτια. Παράθυρα ανοίγουν, καφές πάνω στο μάτι, οι εφημερίδες δεν έχουν προλάβει τίποτα.

Στα περίπτερα, τα πρωτοσέλιδα δεν έχουν προλάβει την είδηση. Στα στόματα, όμως, ανθίζει η λέξη: «πόλεμος».

Κι αντί για πανικός, συμβαίνει κάτι παράδοξο. Σημαίες βγαίνουν από τα σεντούκια και κρεμιούνται στα μπαλκόνια με μια απρόσμενη σβελτάδα.

Στην Πανεπιστημίου, οι πρώτες παρέες σχηματίζονται αυθόρμητα, σαν να δίνουν ραντεβού από καιρό. Μητέρες αγκαλιάζουν γιους στην πόρτα· τα χέρια σφίγγουν λίγο περισσότερο, αλλά δεν τρέμουν.

Στην πλατεία Συντάγματος, το πλήθος μεγαλώνει· φωνές, τραγούδια, δάκρυα. Η αντίφαση της ιστορίας: την ώρα που ξεκινά ο πόλεμος, οι άνθρωποι νιώθουν για λίγο «ελεύθεροι».

Στους σταθμούς, οι ουρές για τα τρένα δεν είναι μόνον σειρές σωμάτων, είναι προσπάθειες να χωρέσει ο καθένας το χρέος του. Οι γυναίκες του Ερυθρού Σταυρού γεμίζουν τσάντες με γάζες και σαπούνι.


Wikimedia CommonsΤο όριο και η ταυτότητα

Το «όχι» που ειπώθηκε σε εκείνο το σαλόνι της Κηφισιάς δεν είναι λογοτεχνική φράση. Είναι όριο. Όριο εδάφους, όριο αξιοπρέπειας, όριο μνήμης. Η Ελλάδα δεν παριστάνει τον ήρωα· είναι μικρή, με ελλείψεις, με πληγές από παλιότερες καταιγίδες. Ακριβώς γι’ αυτό, το «όχι» αποκτά βάρος: δεν είναι εγγύηση νίκης, είναι επιλογή ταυτότητας.

Στα μέτωπα της Ηπείρου, οι πρώτες μετακινήσεις γίνονται μέσα σε λάσπη και ομίχλη. Οι φαντάροι κουβαλούν μαζί τους φωτογραφίες, γράμματα, κάτι μικρές φυλαχτές από τις μανάδες. Κάθε αντίσκηνο γίνεται σπίτι, κάθε διαταγή, δρόμος.

Στα ραδιόφωνα, ένα νέο λεξιλόγιο μπαίνει στη ζωή των ανθρώπων: προκηρύξεις, ανακοινωθέντα, «αι δυνάμεις μας…». Το κράτος μιλά στον πληθυντικό· ο λαός απαντά στον ενικό.

Και μέσα σε όλα, ένα αίσθημα κεντρικό: δεν είμαστε μόνοι. Η Ευρώπη ακούει. Ο κόσμος κοιτά. Μα πριν από τα ξένα βλέμματα, υπάρχει η εσωτερική ματιά που βλέπει καθαρά: σήμερα ορίζουμε ποιοι είμαστε.

Οι σιωπές που μετράνε

Γύρω από το «όχι» απλώνονται κι άλλες σιωπές. Σιωπές αμφιβολίας: «θα τα καταφέρουμε;». Σιωπές ανακούφισης: «επιτέλους, ας τελειώσει η αναμονή». Σιωπές αντιρρήσεων που, σε άλλες εποχές, θα ζητούσαν συζήτηση.

Το μέτωπο ζητά προμήθειες. Στα περάσματα της Πίνδου, θα φανούν σύντομα οι γυναίκες με τα μουλάρια, η αφανής ραχοκοκαλιά της αντοχής. Οι άντρες γράφουν στα πρόχειρα: «Μάνα, είμαι καλά».

Οι πόλεις μαθαίνουν να ζουν με τους χάρτες, οι οικογένειες με τις προσευχές.

Το χαμηλόφωνο «όχι»

Κι όμως, όσο περνούν οι ώρες της 28ης Οκτωβρίου, το αρχικό «όχι» απλώνεται. Δεν μένει πια στο στόμα του Μεταξά, ούτε σε ένα τηλεγράφημα. Μετατρέπεται σε πολλαπλές πράξεις.

Το «όχι» δεν είναι κραυγή. Είναι ρυθμός. Κουρδίζει τη ζωή σε μια νότα σταθερή, που επιμένει να κρατά τον τόνο της αξιοπρέπειας, ακόμη κι όταν οι μέρες σκοτεινιάσουν.

Το βράδυ της ίδιας μέρας, η Αθήνα είναι άλλη πόλη. Τα φώτα χαμηλωμένα, οι δρόμοι ήσυχοι, τα ραδιόφωνα λένε για την πρώτη σύγκρουση, για τους πρώτους τραυματίες, για τον χειμώνα που έρχεται.

Αλλά δεν κυριαρχεί ο φόβος. Δεν είναι ηρωισμός αυτός καθαυτός· είναι υπόσχεση. Υπόσχεση ότι, απέναντι στην ύβρη, το μέτρο ακόμη σώζει. Ότι, απέναντι στην ισχύ, η αξιοπρέπεια μετρά. Ότι, όσο μικρή κι αν είναι μια χώρα στο χάρτη, μπορεί να γίνει μεγάλη στη μνήμη.

Κατασκευή ιστοσελίδων Πύργος