Πως είδαν οι ΗΠΑ την εξέγερση του Πολυτεχνείου μέσα από τα μάτια των εν Ελλάδι διπλωματών τους
Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Χούντα των συνταγματαρχών είναι γνωστές και εδώ και χρόνια αποδεδειγμένες. Σε όσους διαφωνούν καλό θα είναι να θυμηθούν τη συγγνώμη που εξέφρασε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη χώρα μας το 1999, αναφορικά με την εμπλοκή και τη στήριξη του αμερικανικού παράγοντα στη Χούντα. Ενδιαφέρον έχει όμως, να δει κανείς πως είδαν οι ΗΠΑ τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, καθώς σε μεγάλο βαθμό την περίοδο εκείνη είχαν αντιληφθεί πως «οι συνταγματάρχες τελειώνουν…»
Για ν’ αντιληφθεί κανείς τη θέση των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο θα πρέπει να ξεκινήσει απ’ την κατάσταση που επικρατούσε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Την εικόνα τη δίνουν με σαφήνεια οι μαρτυρίες ουκ ολίγων Αμερικανών διπλωματών που πέρασαν εκείνα τα χρόνια από την Ελλάδα και ειδικά από το 1965 και μετά και τις οποίες θα δούμε παρακάτω.
Ο φόβος του Ανδρέα…
Το μεγάλο άγχος του αμερικανικού παράγοντα ήταν να γίνουν εκλογές και να αναδειχθεί το άστρο του Ανδρέα Παπανδρέου, ειδικά μετά τα γεγονότα της Αποστασίας, την κατάσταση αποδρομής στην οποία βρισκόταν η ΕΡΕ και την άνοδο των προοδευτικών-αριστερών δυνάμεων.
Παρά το γεγονός ότι ο μετέπειτα πρωθυπουργός είχε ζήσει στις ΗΠΑ για χρόνια και έχαιρε εκτίμησης από την εκεί ακαδημαϊκή κοινότητα, τόσο η CIA όσο και το βαθύ κράτος των ΗΠΑ θεωρούσαν ότι μια τυχόν εκλογή του θα έφερνε τους κομμουνιστές στην εξουσία.
Χαρακτηριστική είναι επ’ αυτού η μαρτυρία του Μπάρινγκτον Κινγκ, Συμβούλου Πολιτικών Υποθέσεων στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, κατά την περίοδο 1967-1972. Όπως αναφέρει σε μαρτυρία του όταν έφτασε στην Αθήνα το 1967 η πρεσβεία ήταν χωρισμένη στα δύο: «η μία πλευρά έβλεπε τη μεγάλη απειλή στο πρόσωπο του Ανδρέα Παπανδρέου εξ αριστερών και η άλλη ήταν φανατικά αντίθεση με αυτή τη δικτατορία που είχε επιβληθεί εκ δεξιών».
Έρχεται ο στόλος των ΗΠΑ
Η στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ όπως και η πλειονότητα των συντηρητικών πολιτικών της δέχθηκαν με ανακούφιση τη Δικτατορία στην Ελλάδα. Ειδικά η πρώτη βρήκαν μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να προχωρήσουν σε συμφωνία με τους Συνταγματάρχες και να γίνει ο Πειραιάς home-port για τον 6ο Αμερικανικό Στόλο.
Η εν λόγω συμφωνία παρουσίαζε πολλά οφέλη για τις ΗΠΑ και για την παρουσία τους στη Ν.Α. Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή κλπ. Όλα αυτά περιγράφονται από τη μαρτυρία του Ντάνιελ Ζάκαρυ, εμπορικού ακόλουθου στην αμερικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα κατά την περίοδο 1969-1973 και εν συνεχεία γενικού πρόξενου των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη την τετραετία 1977-1981.
«Στον αμερικανικό στρατό άρεσαν όλα αυτά. Είχαν την πλήρη συνεργασία του καθεστώτος…. Η Χούντα έκανε τα πάντα για να τον ευχαριστήσει. Απέκτησαν προνόμια home-porting για το Ναυτικό… Και βέβαια το 1968 ήταν η εποχή της κρίσης στην Τσεχοσλοβακία και τεταμένων διεθνών σχέσεων που μάλλον βοήθησαν στην επίτευξη του home porting».
Και η μαρτυρία Ζάκαρυ συνεχίζει ως εξής: «Εμείς κατά κάποιο τρόπο υποκύψαμε στον έρωτά τους γιατί η Χούντα ενθάρρυνε και σίγουρα πίστευε πως θα μπορούσε ν’ αποσπάσει τη σιωπή μας ή παραχωρήσεις από εμάς, συμπεριφερόμενη καλά στο στρατό μας. Το home porting ήταν η πιο πρόδηλη πετυχημένη έκφραση αυτής της πολιτικής.
Ήταν ένα καλό σύμβολο των φιλικών σχέσεων που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν οι συνταγματάρχες – δίνοντάς μας πράγματα που θέματα, έτσι ώστε να συνεχίσουμε τη βοήθειά μας και την υποστήριξή μας»
Και ο Ντάνιελ Ζάκαρυ καταλήγει: «Είχαμε πολύ πιο φιλική σχέση μαζί τους απ’ ό,τι οι Ευρωπαίοι».
Η αναφορά της CIA
Τα γεγονότα που συνέβησαν στο Πολυτεχνείο δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ενδιαφέροντος πρώτης γραμμής για τους Αμερικανούς. Το μεγάλο τους μέλημα εκείνη την περίοδο ήταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα όσα συνέβαιναν στην Κύπρο.
Σύμφωνα με τα αμερικανικά αρχεία υπήρξε μόνο ένα έγγραφο ενημέρωσης που αφορούσε τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου και το οποίο στάλθηκε από τη CIA στο πλαίσιο της ενημέρωσης του τότε Αμερικανού Προέδρου, Ρίτσαρντ Νίξον. Το έγγραφο είχε ημερομηνία 19 Νοεμβρίου, δύο μέρες μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
«Δεν είναι ακόμη σαφές ποιος διηύθυνε την αντικαθεστωτική δραστηριότητα μέσα στο Πολυτεχνείο, επίκεντρο των διαδηλώσεων μέχρι την εκκαθάρισή του το πρωί του Σαββάτου. Οπαδοί του εξόριστου αριστερού Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ωστόσο πολύ ορατοί, ως ταραξίες και συμμετέχοντες».
Η συγκυρία κατά την οποία έλαβαν χώρα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου εκτιμάται ως «ατυχής για τις προσπάθειες της κυβέρνησης να “πολιτικοποιήσει” το καθεστώς», μέρος δε της ευθύνης επιρρίπτεται «στους πολιτικούς» που «ενθάρρυναν τους φοιτητές».
Αλλά και οι μαρτυρίες των Αμερικανών διπλωματών που υπηρετούσαν τότε στην Ελλάδα ήταν μάλλον σποραδικές, σε κάποιες περιπτώσεις, δε, έδειχναν παντελή άγνοια της κατάστασης. Την πιο ίσως εμπεριστατωμένη άποψη κατέθεσε η Ελίζαμπεθ Αν Μπράουν, που διατέλεσε Σύμβουλος Πολιτικών Υποθέσεων στην Αθήνα την περίοδο 1970-1975.
«Οι φοιτητικές ταραχές συνδέονταν με την κρίση στην Κύπρο, εξ όσων θυμάμαι και οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Παπαδόπουλου. Την εποχή εκείνη η CIA έλεγε ότι οι φοιτητικές ταραχές υποκινούνταν από αριστερούς και προβοκάτορες. Αποδείχθηκε πως δεν ήταν έτσι. Υπήρχε γνήσια ανησυχία για την πολιτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε».
Αναφορά στο Πολυτεχνείο κάνει και ο Ντάνιελ Ζάκαρυ, αλλά κατόπιν εορτής στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν όπου και από την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας γίνεται εμφανής ένας έντονος αντιαμερικανισμός. «… ήταν δύσκολο να είσαι στην Ελλάδα τα χρόνια 1974-1976.
Γίνονταν τεράστιες διαδηλώσεις για την Κύπρο, όπως και στις 17 Νοεμβρίου κάθε χρόνο, στην επέτειο των γεγονότων στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, όταν ελληνικά τανκς σκότωσαν κάποιους φοιτητές – θυμούνταν και ξαναζούσαν τις φρικαλεότητες της Χούντας».
To ακροδεξιό αφήγημα
Κι αν οι μαρτυρίες των Μπράουν και Ζάκαρυ φαίνονται να διακατέχονται από μια μετριοπαθή ειλικρίνεια δεν συμβαίνει το ίδιο και μ’ έναν εκπρόσωπο του στρατιωτικού κατεστημένου των ΗΠΑ.
Ο λόγος για τον Φρανκ Αθάνασον, ο οποίος έζησε εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα με διπλή ιδιότητα: αφενός ως επικεφαλής του στρατιωτικού τομέα, Ομάδα Στρατιωτικής Βοήθειας με έδρα στην Αθήνα για τα χρόνια 1972-1977 και ως αξιωματικός σύνδεσμος του ΝΑΤΟ για τις χρονιές 1974-1977.
Στη μαρτυρία του ο συνταγματάρχης Αθάνασον μιλάει για την άμεση σχέση που είχε με τον ελληνικό στρατό εκείνη την περίοδο καθώς ήταν ο ενδιάμεσος προκειμένου οι ΗΠΑ να πουλήσουν οπλισμό στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αναφέρει:
«Γνώριζα για τη σύγκρουση στο Πολυτεχνείο, όπου φοιτητές είχαν κλειστεί μέσα στο πανεπιστήμιο. Επικρατούσε περίπου αναρχία. Η ελληνική αστυνομία έχασε εντελώς τον έλεγχο και ζήτησε τη βοήθεια του στρατού. Εγώ μίλησα τότε με τον αρχηγό του στρατού, τον ήξερα καλά. Αγχωνόταν στη σκέψη να στείλει στρατεύματα, δεν ήθελε να το κάνει, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Πήγαν λοιπόν στρατεύματα με τανκς και έριξαν την πύλη του Πολυτεχνείου».

»Οι περισσότεροι φοιτητές ξέφυγαν από πίσω, κι έτσι ανακτήθηκε ο έλεγχος του πανεπιστημίου. Τα αριστερά φερέφωνα έκαναν λόγο για σφαγή και απ΄ότι καταλαβαίνω γιορτάζουν κάθε χρόνο την επέτειο της σφαγής των φοιτητών. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να βρει κανείς τα ονόματα όσων σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης σφαγής. Στους Έλληνες όμως αρέσουν οι μύθοι για συνομωσίες. Ακούς από μορφωμένους Έλληνες και από κόσμο στο δρόμο πως χιλιάδες σκοτώθηκαν εκεί ή τουλάχιστον εκατοντάδες».
Η διάψευση
Ως γνωστόν τα όσα λέει ο συνταγματάρχης Αθάνασον αποτέλεσαν βασικό αφήγημα της ακροδεξιάς στην Ελλάδα αναφορικά με τους λεγόμενους «μύθους του Πολυτεχνείου». Ωστόσο τον ίδιο τον Αθάνασον είδαμε πως διαψεύδουν οι μαρτυρίες των Μπράουν-Ζάκαρυ αλλά και τα ίδια τα καταγεγραμμένα γεγονότα εκείνης της νύχτας.
Βασικά όμως τον διαψεύδει και ο υπασπιστής του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ, πτέραρχος Χαράλαμπος Ποταμιάνος, όταν σε επιστολή του προς τότε Αμερικανό ΥΠΕΞ, Χένρι Κίσινγκερ, του οποίου ήταν προσωπικός φίλος, έγραφε:
«Κατά τις ταραχές του Νοεμβρίου 1973, αμέσως πριν από το τελευταίο πραξικόπημα, όταν σκοτώθηκαν πολλοί διαδηλωτές, φημολογούνταν ότι τα θύματα ανέρχονταν σε εκατοντάδες κι αυτό προκάλεσε ισχυρά αισθήματα αποστροφής για τον στρατό και την αστυνομία. Στην περίπτωση νέου ξεσπάσματος ταραχών, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα στρατεύματα κι η αστυνομία θα υπακούσουν στην εντολή να πυροβολήσουν κατά του πλήθους».
Τέλος, η πιο σημαντική μαρτυρία για τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς ήρθε από τα… δεξιά. Ο λόγος για τον διάδοχο του Καραμανλή στην ηγεσία της ΕΡΕ και την πρωθυπουργία το 1963, Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Στην κατάθεσή του δήλωσε:
«Θεωρώ ότι υπεύθυνοι δια την σφαγήν εις το Πολυτεχνείον και δια τους φόνους, που εσημειώθησαν κατά το επόμενον διήμερον, είναι όσοι είχαν την πραγματικήν εξουσίαν επί των σωμάτων ασφαλείας και επί των ενόπλων δυνάμεων. Ποίοι, εξ αυτών, ήσαν περισσότερον ή ολιγότερον υπεύθυνοι, ποίοι εκ των εκτελεστών των διαταγών τούτων ανέλαβον φονικάς πρωτοβουλίας, δεν το γνωρίζω».
info: Για τις μαρτυρίες των διπλωματών μπορείτε να ανατρέξετε στο βιβλίο «Μακριά και Αγαπημένοι: 80 χρόνια αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα, 1940-2020» σε επιμέλεια του Ρίτσαρντ Λ. Τζάκσον, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας.


