Ρίζες στα ηπειρώτικα χώματα |
Φόρτωση Text-to-Speech…
Είναι η πρώτη φορά που εκθέτουν μαζί τα δύο αδέλφια, ο Νίκος Χουλιαράς (1940-2015) και ο Γιώργος Χουλιαράς. Και είναι η Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο το ίδρυμα που έλαβε την πρωτοβουλία να συναντηθούν οι δύο Γιαννιώτες καλλιτέχνες, νοερά αλλά ουσιαστικά στην έκθεση «Αηχοι διάλογοι».
Μπορεί δημιουργικά να έχουν σημαντικές και διακριτές πορείες που οδήγησαν τον ένα στη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, τη στιχουργική και τον άλλο στη γλυπτική, αλλά η σχέση τους, όπως μας λέει ο 78χρονος Γιώργος Χουλιαράς, παραμένει «υπαρξιακή και μυστηριακή». Το αυτό συμβαίνει και στη δουλειά τους. Αλλωστε οι ρίζες τους είναι βαθιά χωμένες στα ηπειρώτικα χώματα, και ο δεσμός τους, παρά την εκδημία του Νίκου, παραμένει εναργής με τρόπο που συγκινεί βαθιά.
«Επιλέγοντας τα έργα του Νίκου και ζώντας με αυτά καιρό τώρα, είναι σαν να είναι δίπλα μου, να τον ρωτάω για το ένα ή το άλλο που αφορά την έκθεση. Βλέπω επίσης τα κοινά μας στοιχεία παρόλο που τα αντικείμενά μας είναι διαφορετικά», λέει ο κ. Χουλιαράς, με τον οποίο συζητάμε με αφορμή την έκθεση που εγκαινιάζεται σε λίγες μέρες.
H γλυπτική σύνθεση από ανοξείδωτο ατσάλι του Γιώργου Χουλιαρά «Αγγελος σε ένταση» (1993).
«Είναι καιρός νομίζω να ξαναδούμε τη ζωγραφική του Νίκου που πιστεύω ότι δεν έχει πάρει ακόμα τη θέση που της αξίζει· μια ζωγραφική ψυχογραφική, πρωτογενής και βιωματική. Και βέβαια είναι σημαδιακό το ότι συναντιόμαστε στον τόπο από όπου ξεκινήσαμε», προσθέτει, υπογραμμίζοντας την επίδραση του γενέθλιου τόπου στις δημιουργίες τους. Ο Νίκος και ο Γιώργος Χουλιαράς μεγάλωσαν σε μια πενταμελή οικογένεια των Ιωαννίνων. Ο πατέρας τους ήταν υφασματέμπορος, η μητέρα νοικοκυρά, κόρη ψαρά από τον μικρό οικισμό της λίμνης. «Ητοι μια καθ’ όλα τυπική μικρομεσαία, θεωρούμενη όμως, για τα μεταπολεμικά μέτρα, εύπορη, αστική οικογένεια των Ιωαννίνων», θυμάται, όταν τον ρωτάμε πώς ήταν αυτή η φαμίλια με τα τρία παιδιά –είχαν και μια αδελφή– που έφερε στη ζωή δύο γιους καλλιτέχνες μέσα στη βασανιστική δεκαετία του 1940.
«Μεγαλώσαμε σε έναν τόπο κλειστό από συμπαγείς όγκους βουνών. Με υγρασίες και ομίχλες και μια κοινωνία εσωστρεφή, περιχαρακωμένη από κανόνες και συντηρητική, που έβγαινε από μια δεκαετία θανάτου», σημειώνει. «Οταν αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τι είχε συμβεί στο παρελθόν, είδαμε ότι ζούσαμε σε μια διχασμένη και δυστυχισμένη κοινωνία, που όμως διψά για ζωή. Βιώναμε την καινούργια εποχή που ερχόταν κυρίως μέσα από τη μουσική του ροκ εντ ρολ και τον θρίαμβο του αμερικάνικου σινεμά».
Ολα αυτά μαζί με τη δύναμη και την ομορφιά του τόπου τους ζητούσαν να εκφραστούν, και η τέχνη ήταν ο δρόμος. «Καημένε πατέρα, τι υπερβάσεις έπρεπε να κάνεις με δυο παιδιά καλλιτέχνες!», γράφει ο κ. Χουλιαράς στο εξομολογητικό του σημείωμα στον κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση.
«Παρά τις διαφορές σε πρώτο επίπεδο, διαπιστώνω ότι η δουλειά μας χαρακτηρίζεται από ένα υφέρπον υπόστρωμα ευαίσθητης και αισιόδοξης μελαγχολίας», λέει στην «Κ» ο Γιώργος Χουλιαράς.
«Την επιλογή να κάνουμε αυτό που κάναμε και όπως το κάναμε, τη θεωρώ ηρωική, κόντρα σε όλα τα δεδομένα γύρω μας», σχολιάζει. Ωστόσο, και παρά τα πικρόχολα σχόλια των συγγενών που ο πατέρας έπρεπε να υποστεί, ο Νίκος και ο Γιώργος βρέθηκαν στην Αθήνα, και μάλιστα στο ίδιο εργαστήριο γλυπτικής. Ο μεγαλύτερος, ο Νίκος, τελείωνε την ΑΣΚΤ όταν ο μικρότερος, ο Γιώργος, ξεκινούσε.
Επάνω και κάτω, δύο ζωγραφικά έργα του Νίκου Χουλιαρά. Οπως σχολιάζει ο επιμελητής της έκθεσης Γιώργος Μυλωνάς, στο έργο του Νίκου Χουλιαρά «η εικόνα δεν έρχεται μετά το κείμενο· ούτε και το κείμενο μετά την εικόνα. Οι δύο εκφράσεις του λειτουργούν παράλληλα, σχεδόν συγχρονισμένα».
Ταξιδεύοντας νότια ο Γιώργος ανακάλυψε μια άλλη χώρα πιο φωτεινή, πιο ζεστή, και αγάπησε την ομορφιά της αρχαίας Ελλάδας, ενώ στην Ηπειρο κυριαρχεί πιο πολύ, όπως λέει, «η σκοτεινή αυστηρότητα του Βυζαντίου». «Η στερεότητα που αποπνέουν τα βουνά και ο τόπος που μεγάλωσα, η ελληνική γλυπτική που αγάπησα αργότερα, είναι τα στοιχεία που με καθόρισαν».
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που επέλεξε τη γλυπτική και μάλιστα τη δίδαξε αργότερα και ως καθηγητής στην ΑΣΚΤ. Δούλεψε πρώτα στην πέτρα, το μάρμαρο, τον πωρόλιθο –υλικά από τις κατεδαφίσεις των νεοκλασικών της πρωτεύουσας– και αργότερα στο μέταλλο, ενώ ο Νίκος Χουλιαράς στράφηκε στη ζωγραφική και στη λογοτεχνία που είχαν τις δικές τους δυσκολίες.
«Βλέποντας τώρα την καλλιτεχνική μας πορεία, παρά τις διαφορές σε πρώτο επίπεδο, διαπιστώνω ότι η δουλειά μας χαρακτηρίζεται από ένα υφέρπον υπόστρωμα ευαίσθητης και αισιόδοξης μελαγχολίας. Η ζωγραφική του Νίκου κυριαρχείται από σκιές και μεταφυσικούς τόπους, σε μένα κυριαρχούν οι αφηρημένες φιγούρες με ένταση. Αποφύγαμε και οι δυο τους εντυπωσιασμούς και τις δήθεν πρωτοπορίες, χτίζοντας σιγά σιγά μια τέχνη, αναζητώντας πνευματικό και βιωματικό αντίκρισμα».
«Αηχοι διάλογοι. Νίκος Χουλιαράς, ζωγραφική – Γιώργος Χουλιαράς, γλυπτική», Επιμέλεια: Μαρία Σφενδουράκη – Γιώργος Μυλωνάς. Από 19 Οκτωβρίου.