Στη Θεσσαλονίκη του Νιόνιου: Η θρυλική παρέα του 5ου, τα στέκια και η Λυδία που ντρέπεται
Φόρτωση Text-to-Speech…
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ με τη ζωή του στην Αθήνα, ο Διονύσης Σαββόπουλος βίωνε και μια δεύτερη, λιγότερο γνωστή ζωή στη Θεσσαλονίκη, την οποία μοιραζόταν με τη θρυλική παρέα του 5ου Γυμνασίου Αρρένων, καθώς και διανοούμενους και καλλιτέχνες της πόλης στην οποία γεννήθηκε και της οποίας «ξέρει απέξω τη διαδρομή».
Βασικός συνοδοιπόρος του βίου αυτού ήταν ο Μπάμπης Καλλιπολίτης. Τον συναντήσαμε στο στέκι του στην πλατεία Ναυαρίνου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου έπινε τα τελευταία χρόνια καφέ με τον κολλητό του Διονύση Σαββόπουλο.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος (νο1) και ο Γιάννης Καλλιπολίτης (νο2) στην τελετή αποφοίτησης του 5ου Γυμνασίου Αρρένων το 1962. [©Αρχείο Συλλόγου Αποφοίτων]
«Μας γνώρισε ο Θεός», λέει γελώντας. «Γνωριζόμαστε από μωρά. Οταν ήμασταν έξι χρονών μάς πήραν και μας πήγαν οι μανούλες μας στα Λυκόπουλα (παιδικό σώμα προσκόπων). Μετά πήγαμε στα ίδια σχολεία, ήμασταν συμμαθητές και έπειτα συμφοιτητές». Από τότε ήταν αχώριστοι. Μπορείς να τους διακρίνεις, μαζί, από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της τελετής αποφοίτησης του 5ου Γυμνασίου μέχρι τις πολαρόιντ από τα μεγάλα πάρτι που τους έβρισκαν στην αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής τους. Οπως αναφέρει στην κάμερα της «Κ», δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει ένας ιδιαίτερος σύνδεσμος ανάμεσα στον Διονύση Σαββόπουλο και στην πόλη. «Δεν αποξενώθηκε από την πόλη ποτέ. Η σχέση του με τη Θεσσαλονίκη ήταν αγαπητική».

ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
«Από τότε που ήμασταν μαθητές συνδεθήκαμε με τους νέους ποιητές της Θεσσαλονίκης, από τους οποίους εισπράξαμε -και εισέπραξε- την αυστηρότητα που απαιτεί η ποιητική ζωή, το να είσαι ποιητής και να διαλέγεις λέξεις για να συνθέσεις νοήματα που δεν προϋπήρχαν». Οταν οι δύο νεαροί άνδρες πέρασαν στη Νομική του ΑΠΘ, πρωτοετείς ακόμα, ίδρυσαν τον φοιτητικό σύλλογο «Ροτόντα», μια φοιτητική ένωση στην οποία συμμετείχαν νέοι που είχαν ενδιαφέρον για την ποίηση, τη λογοτεχνία και έναν άλλον τρόπο σκέψης.
Φίλοι από το σχολείο, ανήσυχα πνεύματα, δικηγόροι, ποιητές και ζωγράφοι που διαμορφώνονταν από τα τραραγμένα τότε χρόνια και τα διαμόρφωναν με τη σειρά τους: Καλλιπολίτης, Σιμώτας, Οικονόμου, Τρικούκης, Ραζής, Παπάζογλου.
«Είχαμε νοικιάσει και έναν χώρο όπου κάναμε συναντήσεις, βρισκόμασταν καθημερινά, κάναμε διαλέξεις και ταυτόχρονα ερωτευόμασταν τα κορίτσια και μας ερωτεύονταν και αυτά». Στο πλαίσιο της «Ροτόντας» γνώρισαν τον Μανώλη Αναγνωστάκη αλλά και τον Παύλο Ζάννα, που τους βοηθούσε με τις προβολές ταινιών. Σε μια τέτοια προβολή κάποια χρόνια αργότερα, ο Νιόνιος συνάντησε την Ελσα, που «φοβάται και αγαπά».

Το 1963, ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε στην Αθήνα «για να συναντήσει τη μοίρα του», αλλά, όπως λέει ο κ. Καλλιπολίτης, δεν έκοψε ποτέ δεσμούς με τη Θεσσαλονίκη, καθώς ερχόταν πολύ συχνά είτε για να δει τους φίλους του είτε για δουλειά. «Η μεγαλύτερη ευχαρίστησή του ήταν ότι βρισκόμασταν, όλη η παρέα». Η παρέα που ήταν ίδια επί δεκαετίες αλλά και μεγάλωνε με τα χρόνια. Φίλοι από το σχολείο, ανήσυχα πνεύματα, δικηγόροι, ποιητές και ζωγράφοι που διαμορφώνονταν από τα τραραγμένα τότε χρόνια και τα διαμόρφωναν με τη σειρά τους: Καλλιπολίτης, Σιμώτας, Οικονόμου, Τρικούκης, Ραζής, Παπάζογλου.
ΤΑ ΣΤΕΚΙΑ ΤΗΣ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ
Κάθε φορά που ο Νιόνιος «ανέβαινε», οι παλιοί και οι νέοι φίλοι του αντάμωναν και έτρωγαν μαζί στα αγαπημένα τους στέκια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. «Η παρέα μας διαμορφώθηκε στην πλατεία Ναυαρίνου», λέει ο κ. Καλλιπολίτης. Μεζέδες στου Γκιγκιλίνη, σουτζουκάκια στη Διαγώνιο, σαλάτες με τόνο στου Ραγιά του Θέμη Λιβεριάδη, κουβέντες κάτω από τον πλάτανο του Ντορέ, τουλούμπες στο Κεφίρ και στον Χατζή, και έπειτα ποτά στο Ντε Φάκτο και στα μπαρ της Προξένου Κορομηλά. «Οι συζητήσεις ήταν ατελείωτες. Ημασταν μια παρέα εξαιρετικά πολιτικοποιημένων ανθρώπων. Παρακολουθούσαμε στενά την καλλιτεχνική επικαιρότητα, αγαπούσαμε το σινεμά και γνωρίζαμε τι γινόταν».
Από αριστερά: Διονύσης Σαββόπουλος, Νίκος Παπάζογλου, Μπάμπης Καλλιπολίτης, Κώστας Ιορδανίδης. [©Αρχείο Γιάννη Καλλιπολίτη]
Οσο τα χρόνια περνούσαν, και οι άλλοτε έφηβοι παντρεύονταν και έκαναν οικογένειες, τα γεύματα και τα γλέντια μεταφέρθηκαν στα σαλόνια των σπιτιών τους που πλημμύριζαν με γεύσεις και μουσικές. Επί χρόνια, ο Διονύσης Σαββόπουλος νοίκιαζε ένα διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Μητροπολίτου Ιωσήφ, έναν κάθετο δρόμο που ενώνει την Τσιμισκή με την παραλιακή οδό. Εκεί καλούσε τους φίλους του και με οικοδέσποινα τη γυναίκα του, Ασπα, πέρασαν αξέχαστες βραδιές. «Πηγαίναμε πολύ συχνά στο σπίτι του Διονύση και επειδή δουλεύαμε πια, και ήμασταν οικονομικά ανεξάρτητοι, κάναμε πολύ ωραία γεύματα με τους φίλους μας», ανακαλεί ο κ. Καλλιπολίτης.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
«Τρώγαμε, πίναμε και μιλούσαμε. Εκανε πολλά τραπέζια στο σπίτι του. Η Ασπα ήταν σπουδαία οικοδέσποινα και πάντα φρόντιζε να συγκεντρώνει φίλους στο σπίτι», θυμάται ένα άλλο «τρομερό» παιδί της παρέας εκείνης, ο Δώρης Οικονόμου. Ο κ. Οικονόμου αναπολεί τα βράδια που περνούσαν στον Μανδραγώρα και τα απογεύματα που πήγαιναν στο ζαχαροπλαστείο Χατζή για τουλούμπες – ήταν οι αγαπημένες του Σαββόπουλου.
«Οταν ερχόταν εδώ, βγαίναμε στις ταβέρνες και κουβεντιάζαμε. Από πριν τηλεφωνούσε. Ηταν μια απόλαυση κάθε βράδυ να είσαι με τον Νιόνιο και τη μαγική Ασπα, που ήταν εξίσου απολαυστική. Ηταν μεγάλη κυρία η Ασπα. Ηταν ένα δώρο να συνυπάρχεις με τους δυο μαζί», σημείωσε ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, πεζογράφος, που χαρακτήρισε τον καλλιτέχνη «θεσσαλονικιώτικη ψυχή». Οπως περιγράφει ο ίδιος, ο Σαββόπουλος απολάμβανε τη Θεσσαλονίκη και τη μαγεία που έχει η πόλη κάποιες ώρες.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Μπλιάτκας θυμάται τις βόλτες του με τον καλλιτέχνη στην Τσιμισκή. «Ελεγε πως αυτό που σώζει τη Θεσσαλονίκη είναι ότι έχει όριο τη θάλασσα. Κοιτάξτε πώς τα κατάφερε αυτή η πόλη, ένα 70% έχει σωθεί όπως ήταν στα χρόνια μας, τη δεκαετία του ’60». Οπως περιγράφει, στη Θεσσαλονίκη έβρισκε αυτό το οποίο τον βοήθησε να πραγματώσει τον εαυτό του. Από τις παιδικές και νεανικές του μνήμες από την πόλη συχνά τον άκουγε να ανακαλεί τις εκδρομές με τα καραβάκια της δεκαετίας του ’50 προς το Μπαχτσέ Τσιφλίκι, όπου τα μεγάφωνα έπαιζαν Βέμπο.
«Ο ΜΠΑΜΠΗΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΙΕΙ»
Σε ένα παρόμοιο γλέντι γεννήθηκαν και οι στίχοι «Να και ο Μπάμπης που έχει πιει, και η Λυδία ντρέπεται που όλοι εκείνη βλέπετε». Ο κ. Καλλιπολίτης θυμάται ακριβώς τη στιγμή. «Οταν δεν ήμασταν πια η ανερμάτιστη νεολαία που ανεβοκατεβαίνει στην Τσιμισκή, είχα πάρει σπίτι στη οδό Σοφούλη και στην ονομαστική εορτή μου είχα φωνάξει τους φίλους μου -μαζευτήκαμε πολλοί- και τους έκανα ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Ιδιοκτήτης του σπιτιού και του τραπεζιού, ήπια λίγο παραπάνω, και όταν έφτασε 4.00 το πρωί από τη συρταρωτή πόρτα του σαλονιού βγήκε το κεφαλάκι της κόρης μου, της Λυδίας. Το είχαμε ξυπνήσει το παιδί. Την είδαν όλοι και της φωνάξαμε “έλα, έλα”. Ντράπηκε και έκλεισε την πόρτα. Ετσι γράφτηκε το δίστιχο».

Οταν η παρέα ήθελε να βγει εκτός πόλης, συναντιούνταν στο σπίτι που διατηρούσε ο Νίκος Παπάζογλου στη Θέρμη. Εκεί, όπως αφηγείται ο Μπάμπης Καλλιπολίτης, πέρασαν πολλές γιορτές ψήνοντας και γλεντώντας το Πάσχα και την Πρωτομαγιά. Οταν μεγάλωσαν, δεν σταμάτησαν να ανταμώνουν. Στο Μπαράκα, το καφέ στην πλατεία Ναυαρίνου, όπου τον συναντήσαμε, όσοι είχαν μείνει από την παρέα διοργάνωναν εκδηλώσεις και συνάξεις.
Στιγμιότυπο από παράσταση του Διονύση Σαββόπουλου στη Θεσσαλονίκη. [©Βασίλης Μποζίκης]
«ΔΕΝ ΦΟΒΟΤΑΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ»
Οταν μαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του Διονύση Σαββόπουλου, η πρώην γυναίκα του κ. Καλλιπολίτη τον κάλεσε στο τηλέφωνο. Εκτός από καρδιακός τους φίλος, ο Νιόνιος είχε βαφτίσει τον γιο τους, Μιχάλη, που έφυγε από τη ζωή στα 33 του χρόνια. Συγκινήθηκε όταν επανέλαβε τι άκουσε από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου. «Ο Διονύσης πάει να συναντήσει τον Μιχάλη, ο νονός και το παιδί που βάφτισε. Συναντήθηκαν στο άπειρο, στον ουρανό».
Ο Διονύσης πάει να συναντήσει τον Μιχάλη. Ο νονός και το παιδί που βάφτισε συναντήθηκαν στο άπειρο, στον ουρανό.
Ο κ. Καλλιπολίτης έχει μετρήσει πολλές απώλειες τα τελευταία χρόνια. Από την παρέα της Θεσσαλονίκης έχουν μείνει μόνο τρεις. «Μετά το φευγιό και του Διονύση έχουμε απομείνει τρεις. Ολοι οι άλλοι φύγανε. Αισθάνομαι πια ότι έχει αδειάσει η πλάση». Αυτό που ακόμα τον παρηγορεί είναι το άφοβο βλέμμα με το οποίο ο κολλητός του φίλος αντίκριζε το τέλος. «Ο Διονύσης δεν φοβόταν τον θάνατο. Ηταν ο τρόπος του αυτός: να καταναλώνει τη ζωή σαν ένα μεγάλο προνόμιο και δώρο που έπρεπε να το εξαντλήσει μέχρι τα τελευταία του».
Βίντεο: Αλέξανδρος Αβραμίδης, Μαρία Σιδηροπούλου
Ρεπορτάζ: Αλεξία Καλαϊτζή
Αρχισυνταξία: Ιωάννα Μπρατσιάκου
Ευχαριστούμε τους Κώστα Ιορδανίδη, Κατερίνα Καμάρα, Κώστα Μπλιάτκα, Γιώργο Σκαμπαρδώνη, και Γιάννη Χατζόπουλο


